ξυπόλυτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί παπούτσια ή και κάλτσες, ο γυμνόποδας: Χόρευαν ξυπόλυτοι. 2. φτωχός, αλήτης: Μπήκε ξυπόλυτος στο σπίτι τους κι έγινε νοικοκύρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] … Dictionary of Greek
ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» … Dictionary of Greek
ακάττυτος — ἀκάττυτος, ον (Α) [καττύω, κασσύω] αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα) … Dictionary of Greek
ανάρβυλος — ἀνάρβυλος, ον (Α) [αρβυλη] ανυπόδητος, ξυπόλυτος … Dictionary of Greek
ανυποδητώ — ἀνυποδητῶ ( έω) (Α) είμαι ξυπόλυτος … Dictionary of Greek
ανυπόδητος — κ. δετος, η, ο (Α ἀνυπόδητος, ον κ. δετος, ον) αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος αρχ. όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια … Dictionary of Greek
απέδιλος — ἀπέδιλος, ον (AM) ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος … Dictionary of Greek
εξυπόλυτος — ἐξυπόλυτος, ον (AM) ξυπόλυτος, χωρίς υποδήματα … Dictionary of Greek
νηλίπους — νηλίπους, ὁ και ἡ (Α) ξυπόλυτος, ανυπόδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο *νηλιπόπους (< νήλιπος* + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < *αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος* με επίδραση τής λ. πούς] … Dictionary of Greek